ψιλωτής

ψιλωτής
ψῑλ-ωτής, οῦ, ,
A one who writes or pronounces with the spiritus lenis, or litterae tenues, Tz.H.11.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλωτής — ο, ΝΜ [ψιλῶ] αυτός που αποψιλώνει νεοελλ. ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων μσν. γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί τής δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.) β) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ψιλωταί — ψιλωτής one who writes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”